- ιχνοβλαβής
- ἰχνοβλαβής, -ές (Α)αυτός που έχει ελάττωμα ή βλάβη στο πέλμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. θεο-βλαβής, φρενο-βλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰχνοβλαβέας — ἰχνοβλαβής hurt in the foot masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek